- θαρσέως
- θαρσέως (Μ)επίρρ. βλ. θαρσύς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θαρσύς — θαρσύς, εῖα, ύ (Α) τολμηρός, θαρραλέος. επίρρ... θαρσέως και θαρσέα (Μ) 1. με θάρρος, θαρραλέα 2. υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού θρασύς* (βλ. και θαρσύνω)] … Dictionary of Greek